-
1 δείλη
δείλη, ἡ, der Nachmittag; bei Hom. einmal, Iliad. 21, 111 ἔσσεται ἢ ἠὼς ἢ δείλη ἢ μέσον ἦμαρ ὁππότε τις καὶ ἐμεῖο Ἄρει ἐκ ϑυμὸν ἕληται, var. lect. δείλης, Scholl. Didym. Ἀρίσταρχος χωρὶς τοῠ σ δείλη, Scholl. V. δίχα τοῦ σ δείλη) Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ὅλην τὴν ἡμέραν εἰς τρία διαιρεῖ, ἠῶ τὴν πρωίαν, μεσημβρίαν πᾶν τὸ μέσον τῆς ἡμέρας, δείλην, ὅτε ἐνδεῖ ἡ τοῦ ἡλίου ἕλη, τουτέστιν ἡ αὐγή, ὥσπερ καὶ τὴν νύκτα εἰς τρία, ἑσπέραν, ἀμολγόν, ἑώαν. Wahrscheinlicher als die hier gegebene Etymologie ist die von Buttmann Lexil. 2, 191 aufgestellte, nach welcher δείλη nur eine andere Form von εἵλη ist, wie διώκω ἰώκω, δαήμων δαίμων αἵμων; der Nachmittag ist recht eigentlich die Zeit der Sonnenwärme. Ueber den Accent von δείλη vgl. Scholl. Herodian. Iliad. 19, 26. – Bei den Folgenden findet man unterschieden δείλη πρωΐα u. ὀψία, Her. 8, 6 u. 7, 167, erstere, nach Moeris, nach 12 Uhr Mittags ( μετὰ ἕκτην ὥραν), letztere, nach B. A. p. 54, ἀμφὶ τὴν ἐννάτην καὶ δεκάτην, 3–4 Uhr Nachmittags, vgl. Thuc. 8, 26; Dem. 27, 9. Bei den Att., bes. Sp., ist es der späte Nachmittag, selbst der Abend, Plat. defin. 411 b, δείλη ἡμέρας τελευτή, nach Hesych. δείλη ὀψία ἡ περὶ δύσιν ἡλίου. So περὶ δείλην, gegen Abend, Thuc. 4, 103; ὀψίαν 3, 74; περὶ δείλην ἑσπέραν Hdn. 3, 12, 16; δείλαν allein Theocr. 10, 5; μέχρι δείλης ἐξ ἑωϑινοῠ Xen. Hell. 1, 1, 3. – Synes. sagt auch δείλη ἑῴα, der Morgen.
-
2 δείλη
δείλη, ἡ,A afternoon (δ. ἡμέρας τελευτή Pl.Def. 411b
),ἔσσεται ἢ ἠὼς ἢ δείλη ἢ μέσον ἦμαρ Il.21.111
: divided into early and late ( πρωΐα and ὀψία), περὶ δείλην πρωΐην γενομένην Hdt.8.6
(opp. δ. ὀψίην, ib.9);δείλης ὀψίης Id.7.167
, cf. D.57.9;περὶ δείλην ἤδη ὀψίαν Th.8.26
; laterπερὶ δ. ἑσπέραν Ph.2.533
, Hdn.3.12.7.II δ. alone,1 early afternoon,δείλῃ δὲ τέμνεται ὀπώρα S.Fr. 255
;ἤδη ἦν μέσον ἡμέρας.., ἡνίκα δὲ δείλη ἐγένετο X.An.1.8.8
; ἀμφὶ δείλην ib.2.2.14 (opp. ὀψέ, ib.16);περὶ δείλην Hdt.9.101
, Th.4.69, 103; ἀπὸ δείλης from the hour of afternoon, Arist.HA 564a19; in the course of the afternoon,X.
An.7.3.10; but also,b late afternoon, τῆς ἡμέρας ὅλης διῆλθον.. ἀλλὰ δείλης ἀφίκοντο ib.3.3.11; ἡνίκα ἦν δ., opp. τῆς νυκτός, ib.3.4.34, cf.4.2.1,7.2.16;μέχρι δείλης ἐξ ἑωθινοῦ Id.HG1.1.5
, cf. 4.1.22;ἀπ' ἠοῦς μέχρι δείλης Pl.Def. 411a
; ἕωθεν καὶ δείλης early in the morning and late in the evening, Arist.Fr. 531;πρὸς τὴν δείλην Id.HA 596a23
; δείλαν alone, Theoc.10.5.2 in late Prose, any time of day, περὶ μεσημβρίαν δ. about mid-day, Ach.Tat.3.2.b apparently, day, opp. night, δείλ (η) ς ἐργ ([etym.] άταις) PLond.1.131r44 (ii A.D.), cf. 244. -
3 πρώϊος
πρώϊος, früh, früh am Tage, früh Morgens, Il. 15, 470, wo πρώϊον adverbial = πρωΐ steht; δείλη πρωΐη, Her. 8, 6, die Morgendämmerung, wo es einige Erklärer von der frühen Abenddämmerung verstehen. – Uebh. frühzeitig, früh im Jahre, Her. 8, 130. – Vgl. πρῷος u. πρωΐα. – Die compar. u. superl. πρωϊαίτερος u. πρωϊαίτατος s. unter πρωΐ.
См. также в других словарях:
πρώϊος — ΐα, ον, και αττ. τ. πρῷος, α, ον, Α [πρωΐ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρωί ή αυτός που γίνεται κατά το πρωί, ο πρωινός 2. αυτός που γίνεται κατά την αρχή μιας χρονικής περιόδου, αυτός που γίνεται πολύ νωρίς, ο πρώιμος (α. «[ὁ στρατὸς]… … Dictionary of Greek
ДЕНЬ — • Dies, ήμέρα (ср. также Άφετοι ήμέραι, Афеты, II), означает и Д. естественный (naturalis), и Д. гражданский (civilis). Под первым разумеется время от восхода до заката солнца, а время от заката до восхода солнца называется ночью,… … Реальный словарь классических древностей